Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΕΠΙΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΦΗΒΙΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ

ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΗΛΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η εφηβεία είναι η τελευταία φάση της παιδικής ηλικίας στην πορεία του ατόμου προς την ενηλικίωση και την ωριμότητα. Ειδικά στις κοινωνίες δυτικού πολιτισμού , η περίοδος αυτή σηματοδοτεί την «παραίτηση» από την παιδική ηλικία με τα όποια πλεονεκτήματά της ( ανεμελιά, ανευθυνότητα, εξάρτηση από τρίτους), και το πέρασμα στον κόσμο των ενηλίκων με τα προνόμιά του ( υπευθυνότητα και αυτοδιαχείριση). Πρόκειται ουσιαστικά για την περίοδο κατά την οποία τόσο οι πεποιθήσεις όσο και οι εμπειρίες του ατόμου χρήζουν αναπροσδιορισμού κι επαναξιολόγησης, ώστε να προετοιμαστεί το άτομο κατάλληλα για την νέα του «θέση» στην κοινωνία και την ανάγκη αυξανόμενης συμμετοχής του σε αυτήν.
Η εφηβική ηλικία είναι μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από ταχύτατες σωματικές αλλά και συναισθηματικές μεταλλαγές. Κύρια επικρατούσα άποψη από ψυχολογικής πλευράς είναι ότι αποτελεί μια ταραχώδη περίοδο της ζωής του ατόμου, με κύρια χαρακτηριστικά της, τις συχνές συγκρούσεις με πρόσωπα κύρους ή γενικότερα πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν οιαδήποτε μορφή εξουσίας, η έντονη συναισθηματική αστάθεια της ψυχικής διάθεσης, και η ταχύτατη κοινωνική αναπροσαρμογή του ατόμου.


Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΩΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΝΤΟΝΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ
Σύμφωνα λοιπόν με το «κλασικό» θεωρητικό μοντέλο, οι έφηβοι χαρακτηρίζονται ως οι επαναστάτες που απορρίπτουν την γονεική αλλά και κάθε στερεότυπη ως τότε μορφή εξουσίας και η αναζήτηση νέων ,αποδεκτών από τους ίδιους, κέντρων εξουσίας που συνήθως είναι οι ομάδες συνομηλίκων με κάποιο ή κάποια κοινά ενδιαφέροντα ή σκοπούς. Αυτή η άποψη για την εφηβεία έχει αναπτυχθεί πολλά χρόνια πριν αλλά έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Πολλές εξηγήσεις έχουν προταθεί για το πώς διαμορφώθηκε αυτή η άποψη:
§ Η βιολογική άποψη. Αυτός που διατύπωσε πρώτος μια θεωρητική προσέγγιση για την εφηβεία η οποία βασίζεται σε βιολογικούς παράγοντες ήταν ο G. Stanley Hall (1904). Όπως και ο Piaget, o Hall διατύπωσε την άποψη ότι η οντογένεση είναι μια «ανακεφαλαίωση» της φυλογένεσης. Δηλαδή πιο αναλυτικά υποστήριξε ότι η οντογένεση ,δηλαδή η ανάπτυξη του ατόμου, περνά όλα τα στάδια της εξελικτικής ανάπτυξης του είδους του (φυλογένεση). Έτσι ο Hall θεωρούσε ότι η εφηβική ηλικία είναι μια περίοδος εσωτερικού αναβρασμού και συναισθηματικής αναστάτωσης που οφείλεται κυρίως στις βιολογικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα και ειδικότερα στις ορμονικές αλλαγές του εφήβου. Για αυτό ακριβώς ο έφηβος έχει ανάγκη ενός περιβάλλοντος που θα χαρακτηρίζεται από απόλυτη κατανόηση κι ανεκτικότητα , για να ξεπεράσει την συναισθηματική αναστάτωση και την εσωτερική του σύγκρουση. Μια διαφορετική βιολογική ερμηνεία έδωσε πολύ αργότερα ο Sorenson (1973) με έμφαση στους ρυθμούς ωρίμανσης. Υποστήριξε ότι οι βιοσωματικές αλλαγές που συντελούνται κατά την διάρκεια της εφηβείας δημιουργούν έντονη συναισθηματική αστάθεια η οποία εκδηλώνεται με αναταραχή κι επαναστατικότητα. Ιδιαίτερα τα αγόρια, βιώνουν μια σειρά από συγκρούσεις κι αντιπαραθέσεις με μορφές εξουσίας που προέρχονται από αυξανόμενη ένταση και άγχος , που οφείλονται στην έντονα αναπτυσσόμενη σεξουαλικής τους συνείδηση.
§ Ρυθμοί ωρίμανσης. Πάρα πολλές έρευνες έχουν γίνει για τις επιδράσεις που ασκεί ο ρυθμός της βιοσωματικής ωρίμανσης στην αυτοαντίληψη και την ψυχοκοινωνική ταυτότητα του εφήβου. Οι Lerner και Karabenick (1974) αναφέρουν ότι οι έφηβοι που έχουν διαμορφώσει ένα βιοσωματικό είδωλο (δηλαδή μια συγκεκριμένη εικόνα για το σώμα τους) διαφορετικό από αυτό που υπαγορεύει ,ή νομίζουν ότι υπαγορεύει, το πολιτισμικό στερεότυπο της εποχής και της κοινωνίας που ζούνε, βιώνουν έντονη ψυχική ένταση κι ανησυχία κι έχουν πρόβλημα με την αυτοεικόνα τους. Οι σαγηνευτικές εικόνες που προβάλλονται από τα μέσα ενημέρωσης επιβάλλουν ως ελκυστικά κι αποδεκτά συγκεκριμένα «ιδανικά» πρότυπα σωματικής κατασκευής κι εμφάνισης. Αυτά τα πρότυπα εσωτερικεύονται από τον έφηβο όχι μόνο ως μέτρο σύγκρισης αλλά κι αυτοαξιολόγησης ακόμα κι αν δεν είναι ρεαλιστικά. Όσο πιο μεγάλες διαφορές ή αποκλίσεις βρίσκει ο έφηβος ανάμεσα στο ιδανικό πρότυπο και την αυτοεικόνα του τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να βιώσει άγχος, εσωτερική σύγκρουση, ψυχική αστάθεια και φυσικά χαμηλή αυτοεκτίμηση. Επίσης σημαντικό ρόλο θα παίξει και ο χρόνος σωματικής ωρίμανσης του εφήβου καθώς η ήβη δεν έρχεται σε κάθε έφηβο στην ίδια ηλικιακά χρονικά στιγμή. Έχει μάλιστα διαπιστωθεί (Jones & Bayley 1950) , ότι τα αγόρια που αργούν να ωριμάσουν αισθάνονται λιγότερο χαλαρά κι εξαρτώνται από τους άλλους περισσότερο από ότι αγόρια που αρχίζουν να ωριμάζουν νωρίτερα. Ακόμη διαπιστώθηκε ότι κορίτσια που ωριμάζουν νωρίτερα νοιώθουν ψυχολογική αναστάτωση και νοιώθουν λιγότερη αυτοεκτίμηση , σε σχέση με κορίτσια που ωριμάζουν αργότερα (Peskin, 1973). Οι Petersen και Crockett (1985) διατύπωσαν την υπόθεση της απόκλισης για να εξηγήσουν την μεγάλη διασπορά στον χρόνο έναρξης του αυξητικού τινάγματος και τους ρυθμούς ωρίμανσης. Υποστήριξαν λοιπόν ότι αυτό καθαυτό το γεγονός της πρόωρης ή αργοπορημένης ήβης δεν έχει ουσιαστική σημασία. Αντίθετα εστίασαν στο ότι αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα παιδιά που αναπτύσσονται πρόωρα ή καθυστερημένα παρουσιάζουν , τρόπο τινά, μια απόκλιση σε σχέση με τους συνομήλικούς τους. Προσδιόρισαν έτσι ψυχοκοινωνικές συνέπειες που είναι αποτέλεσμα της αίσθησης του εφήβου ότι διαφέρει – αποκλίνει από τους άλλους.
§ Η ψυχαναλυτική άποψη. Και η ψυχαναλυτική κατεύθυνση θεωρεί την εφηβεία ως μια περίοδο έντονο εσωτερικού αναβρασμού. Οι ψυχαναλυτές μάλιστα διευρύνουν τις προηγούμενες ερμηνείες, εισάγοντας στους αιτιολογικούς παράγοντες την αφύπνιση της σεξουαλικότητας και τις συγκρούσεις που προκαλούνται από την πάλη μεταξύ των διαφόρων βιολογικών απαιτήσεων του Εκείνο και των κοινωνικών περιορισμών που επιβάλλει το Υπερεγώ. Με άλλα λόγια ο εσωτερικός αναβρασμός του εφήβου οφείλεται στην έκρηξη των γενετήσιων αναγκών – ορμών και στην ανάγκη για μια εκ νέου επεξεργασία πολλών από των σεξουαλικών συγκρούσεων που είχαν αντιμετωπιστεί παλιότερα στην παιδική ηλικία. Σύμφωνα με την Anna Freud (1968) αυτό οδηγεί σε έντονες και συχνές αλλαγές στην διάθεση του εφήβου, από την απόλυτη χαρά στην άγρια απελπισία και μέχρι την κατάθλιψη ή την αυτοκτονία. Η διαδικασία απαγκίστρωσης, αποκοπής του ψυχολογικού ομφάλιου λώρου κατά τον Blos (1967) , είναι μια συνεχής διαδικασία αναζήτησης ερωτικού αντικειμένου έξω από τον οικογενειακό κύκλο, βασικό ξεκίνημα της οποίας είναι η απάρνηση της γονεικής εξάρτησης, και η πραγματοποίησή της οποία επέρχεται με την παλινδρόμηση του εφήβου σε προηγούμενα στάδια της παιδικής ηλικίας κι επανεξέταση των παιδικών του συναισθημάτων. Η παλινδρόμηση αυτή έχει διάφορες εκφράσεις και όψεις όπως πχ η εξιδανίκευση δημοφιλών καλλιτεχνών είναι μια μορφή παλινδρόμησης στον «εξιδανικευμένο» γονέα της παιδικής ηλικίας.





Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΩΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΡΟΛΩΝ
Τα τελευταία χρόνια έχει προβληθεί ιδιαίτερα η άποψη ότι η εφηβεία πρέπει να θεωρείται κυρίως και πρωτίστως μια περίοδος αλλαγής ρόλων που οδηγούν στην διαμόρφωση της προσωπικότητας των εφήβων. Οι αλλαγές στην ζωή του εφήβου όπως η μετάβαση από το περιβάλλον του σχολείου στο περιβάλλον εργασίας υποχρεώνουν το άτομο στην εκμάθηση νέων συμπεριφορών που αντιστοιχούν σε ποικίλους νέους ρόλους. Συγχρόνως μεταβάλλονται και οι αλληλοεπιδράσεις με τους συνομήλικους που χαρακτηρίζονται πλέον από εντελώς διαφορετικές προσδοκίες από εκείνες της παιδικής ηλικίας.
Η Mead (1972) προσπαθώντας να διαφωτίσει το φαινόμενο της απουσίας ρόλων – προτύπων για τους εφήβους στην σύγχρονη κοινωνία παρατήρησε ότι σε κλειστές μη τεχνολογικές κοινωνίες, οι έφηβοι εύκολα διακρίνουν ρόλους – πρότυπα τους οποίους και τελικά υιοθετούν. Αντίθετα όμως στην σύγχρονη τεχνολογικά κοινωνία , η φύση της εργασίας, ο ελεύθερος χρόνος και οι κοινωνικές απαιτήσεις μεταβάλλονται τόσο γρήγορα που ο γονέας δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει ως ρόλος – πρότυπο για τον έφηβο. Έτσι πολύ συχνά στο στερεότυπο του γονέα : «έχω υπάρξει νέος και ξέρω πως είναι, ενώ εσύ δεν έχεις ποτέ υπάρξει γέρος», έρχεται η απολύτως λογική απάντηση του εφήβου : «δεν υπήρξες ποτέ νέος στον κόσμο που υπάρχω τώρα εγώ νέος». Αυτή ακριβώς η κατάσταση , κατά την Mead, ωθεί τους νέους να στρέφονται όλο και περισσότερο σε συνομήλικους ή στα μέσα ενημέρωσης για την αναζήτηση προτύπων , παρά στο οικογενειακό περιβάλλον.
Κατά τον Elder (1968) από την άλλη , η διάκριση των ρόλων του εφήβου γίνεται σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο είναι η ενδοαλλαγή ρόλου, δηλαδή η αλλαγή βάσει των απαιτήσεων του περιβάλλοντος στον ίδιο ρόλο πχ το κορίτσι της οικογένειας που είναι μεγαλύτερο από τα αδέρφια του παραμένει πάντα η μεγάλη αδερφή, οι απαιτήσεις των γύρω όμως είναι διαφορετικές όταν αυτό είναι 9 ετών και διαφορετικές όταν είναι 15 ετών. Σε δεύτερο επίπεδο είναι η ανάληψη νέων ρόλων σε μια κοινωνική ομάδα πχ να γίνει το κορίτσι η αρχηγός της χορευτικής ομάδας του σχολείου.
Τέλος ο Brim (1965) , έδωσε έμφαση στην διαφορετικότητα των κοινωνικών ομάδων αναφοράς που έρχεται αντιμέτωπος ο έφηβος και στην ποικιλία των προσδοκιών που αυτές αντιπροσωπεύουν. Για παράδειγμα , ενώ ο ρόλος του μαθητή είναι ένας, αυτός ο ρόλος γεννά διαφορετικές προσδοκίες από τους συνομήλικους, τους γονείς , τους δασκάλους. Έτσι κύριο αναπτυξιακό έργο του εφήβου είναι αυτή ακριβώς η εξισορρόπηση των διαφορετικών απαιτήσεων και η συμφιλίωσή του με την ανομοιογένεια των διαφορετικών «εαυτών» των ομάδων αναφοράς.


Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΩΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΣΤΑΔΙΟ
Ο Erikson (1968) θεώρησε την εφηβεία ως μια από τις πιο εξελικτικές βαθμίδες που καλύπτει όλη την ζωή του ατόμου από την παιδική ως την γεροντική ηλικία. Έχοντας κι ο ίδιος ψυχαναλυτικό προσανατολισμό, συνδύασε την βιολογική προσέγγιση του Freud με την κοινωνιολογική προσέγγιση νεότερων ψυχαναλυτών και διατύπωσε τα εξής :
Η προσωπικότητα του ατόμου δεν διαμορφώνεται στην παιδική ηλικία αλλά εξελίσσεται και διαφοροποιείται σε όλη την διάρκεια της ζωής του.
Σε κάθε αναπτυξιακή φάση υπάρχουν διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικοί στόχοι που πρέπει να ικανοποιηθούν.
Σε καθεμία από τις φάσεις αυτές αντιστοιχεί μια αναπτυξιακή κρίση τις οποίες το άτομο πρέπει να επιλύσει.
Κάθε αναπτυξιακή φάση βασίζεται στην επιτυχή επίλυση των συγκρούσεων προγενέστερων φάσεων.
Ανεπιτυχής επίλυση συγκρούσεων μιας αναπτυξιακής φάσης σημαίνει ύπαρξη μόνιμων συνεπειών στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του ατόμου.


Κατά το μοντέλο του Erikson, η αναπτυξιακή κρίση που καλείται να επιλύσει το άτομο κατά την εφηβεία είναι η απόκτηση ταυτότητας του Εγώ ή η σύγχυση ρόλων. Αυτό σημαίνει ότι η επίλυση της κρίσης θα επέλθει με την προσαρμογή στις απαιτήσεις των μεταβαλλόμενων αυτών ρόλων και την ταυτόχρονη δημιουργία και διατήρηση μιας καθαρά προσωπικής ταυτότητας από το ίδιο το άτομο.

Σημαντική θεωρία βάση των διατυπώσεων του Erikson, διατύπωσε ο Marcia (1968). Θεώρησε την ιδέα της κρίσης ταυτότητας την οποία και θεώρησε σημαντικό παράγοντα για την επιτυχή ψυχολογική επίλυση του σταδίου της εφηβείας. Ο Marcia προσδιόρισε τέσσερα διαφορετικά είδη ταυτότητας που διαμορφώνονται καθώς το άτομο διανύει το στάδιο της εφηβείας:
Ø Σύγχυση ρόλων. Το άτομο δεν δείχνει δέσμευση σε μια συγκεκριμένη μορφή ταυτότητας, ούτε παρουσιάζει καμία ένδειξη ότι αυτό θα συμβεί.
Ø Δοτή ταυτότητα. Το άτομο αφοσιώνεται σε στόχους και πεποιθήσεις που υπαγορεύει το περιβάλλον του χωρίς προηγουμένως με δική του πρωτοβουλία να έχει λάβει υπόψη του εναλλακτικές πιθανότητες. Πχ υιοθέτηση τρόπου ζωής που υπαγορεύει συγκεκριμένο θρήσκευμα χωρίς την εξέταση εναλλακτικών τρόπων ζωής για την επίλυση κρίσης ταυτότητας σε προσωπικό επίπεδο.
Ø Παρατεταμένο μορατόριουμ. Το άτομο αναζητά την ταυτότητά του κι εξετάζει μια σειρά από εναλλακτικές πιθανότητες. Έχει εκφραστεί η άποψη ότι το παρατεταμένο μορατόριουμ δεν αποτελεί τόσο μια παραλλαγή ταυτότητας όσο μια διεργασία.
Ø Κατακτημένη ταυτότητα. Πρόκειται ουσιαστικά για το τελικό αποτέλεσμα της επιτυχούς επίλυσης της κρίσης ταυτότητας. Σε αυτή την μορφή ταυτότητας το άτομο έχει δεσμευθεί και αφοσιωθεί σε συγκεκριμένη ιδεολογία, σε συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους κι επαγγελματικούς στόχους βάσει κριτηρίων που το ίδιο το άτομο έχει θέσει.



Η ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΒΕΙΑΣ
Όλες οι προαναφερθείσες θεωρίες για την εφηβεία παρουσιάζουν, τρόπο τινά, το άτομο να βιώνει παθητικά την περίοδο αυτή της ζωής του. Ωστόσο πολλοί θεωρητικοί πιστεύουν ότι τα άτομα δρουν περισσότερο ενεργά στην διαμόρφωση των εμπειριών τους στην εφηβική περίοδο. Ο Lerner υιοθετώντας αυτήν την άποψη έδωσε έμφαση στον τρόπο αλληλοεπίδρασης των εφήβων με το περιβάλλον τους και στον σημαντικό ρόλο που παίζει αυτός στην ανάπτυξή τους και διατύπωσε 3 τρόπους αυτής της αλληλοεπίδρασης:
1. Αποτελεί ο ίδιος ερέθισμα για τους άλλους. Ο έφηβος προκαλεί διαφορετικές αντιδράσεις ή διαφορετικές συμπεριφορές γενικότερα σε διαφορετικούς ανθρώπους.
2. Επεξεργάζεται τις πληροφορίες. Ο έφηβος προσπαθεί να αποδώσει σημασία στις πράξεις των άλλων σύμφωνα με το πώς ο ίδιος τις κατανοεί. Προσπαθεί επιπλέον να προσαρμόσει τις πράξεις του με το νόημα που αποδίδει στην εμπειρία του.
3. Δρα ως ενεργός φορέας της ζωής του. Ο έφηβος αποτελεί μια ενεργό δύναμη μέσα στο περιβάλλον του , επηρεάζοντας διαμορφώνοντας κι επιλέγοντας σε μεγάλο βαθμό ότι είναι πιθανό να του συμβεί.

Συμπερασματικά θα πρέπει να πούμε ότι αν και όλες αυτές οι θεωρίες ισχύουν, καμία μεμονωμένα δεν μπορεί να αποτελεί θέσφατο για την αποκωδικοποίηση ενεργειών ή αντιδράσεων για μια τόσο εύθραυστη κι ευαίσθητη περίοδο στην ζωή του ατόμου όπως είναι η εφηβεία. Το σίγουρο είναι ότι ορίζουν το γενικό πλαίσιο της εφηβείας μέσα από ένα επιστημονικό κι άρα ορθό οπτικό πρίσμα, αλλά επίσης σίγουρο είναι ότι κάθε άτομο αποτελεί μονάδα διαφορετική ανάμεσα στην πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων όντων, μονάδα της οποίας η στάση διαμορφώνεται εκτός από τα προαναφερθέντα , κι από την πολιτισμική ιδεολογία της κοινωνίας που ζει καθώς και το βιοτικό επίπεδο που αυτή επιτρέπει.-

Δεν υπάρχουν σχόλια: